αντικυβερνητικός

αντικυβερνητικός
-ή, -ό
ο εχθρικός προς την κυβέρνηση: Αντικυβερνητικά στοιχεία δημιούργησαν επεισόδια έξω από τη βουλή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντικυβερνητικός — ή, ό 1. αντίθετος προς την κυβέρνηση («αντικυβερνητικές διαδηλώσεις») 2. αυτός που αναπληρώνει την κυβέρνηση («η Αντικυβερνητική Επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κυβερνητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”